νησομαχία
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
ἡ, island-fight, Luc.VH1.42.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
combat d'îles entre elles.
Étymologie: νῆσος, μάχομαι.
German (Pape)
ἡ, die Inselschlacht, Luc. V.H. 1.42.
Russian (Dvoretsky)
νησομᾰχία: ἡ островная битва Luc.
Greek (Liddell-Scott)
νησομᾰχία: ἡ, ἡ τῶν νήσων μάχη, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 42.
Greek Monolingual
νησομαχία, ἡ (Α)
πλαστή λέξη του Λουκιανού, για να δηλώσει μάχη που έγινε ανάμεσα σε νησιά τα οποία δήθεν έπλεαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μηλο-μαχία, μυομαχία.
Greek Monotonic
νησομᾰχία: ἡ (μάχη), μάχη στα νησιά, σε Λουκ.