ξανάβω

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source

Greek Monolingual

και ξανάφτω
1. ανάβω εκ νέου
2. ερεθίζω, φλογίζω
3. διεγείρω, εξάπτω («τον ξάναψε η συζήτηση»)
4. διεγείρομαι, κορώνω, φουντώνω
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ξαναμμένος, -η, -ο
αναψοκοκκινισμένος, φουντωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + ανάβω / ανάφτω].