ξενοφυής

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοφῠής Medium diacritics: ξενοφυής Low diacritics: ξενοφυής Capitals: ΞΕΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: xenophyḗs Transliteration B: xenophyēs Transliteration C: ksenofyis Beta Code: cenofuh/s

English (LSJ)

ξενοφυές, strange of shape or nature, Tz.H.8.579, 636.

German (Pape)

[Seite 278] ές, von fremder, ungewöhnlicher Natur, Beschaffenheit, Schol. Lycophr. 77.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοφυής: -ές, ὁ ἔχων ξένον ἢ παράδοξον σχῆμα ἢ φύσιν, Τζέτζ.

Greek Monolingual

ξενοφυής, -ές (Μ)
αυτός που έχει παράξενη φύση ή παράξενο σχήμα («θῆρες ξενοφυεῖς», Τζέτζ.)..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ιδιοφυής].