ξύσιμο

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source

Greek Monolingual

το ξύνω
1. το τρίψιμο ή η ξύση ερεθισμένου μέρους του δέρματος
2. ξέοη, απόξεση
3. μετατροπή μιας επιφάνειας σε λεία και ομαλή, λείανση, εξομάλυνση μιας επιφάνειας
4. χάραγμα μιας επιφάνειας με τα νύχια ή με αιχμηρό αντικείμενο
5. ξυσιά, ξυσιματιά
6. ξύσμα, απόξεσμα, ρίνισμα.