οἰσύϊνος

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσύϊνος Medium diacritics: οἰσύϊνος Low diacritics: οισύϊνος Capitals: ΟΙΣΥΪΝΟΣ
Transliteration A: oisýïnos Transliteration B: oisuinos Transliteration C: oisyinos Beta Code: oi)su/i+nos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, of osier, of wickerwork, ῥῖπες Od.5.256; ἀσπίδες Th.4.9; ὅπλα X.HG2.4.25; ῥάβδος AP6.246; κύρτος Opp.H.3.372.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d'osier.
Étymologie: οἰσύα.

German (Pape)

von den Zweigen der οἰσύα, aus Weidenzweigen gemacht, geflochten; ῥῖπες, Od. 5.256; ἀσπίδες, Thuc. 4.9; Sp., wie Opp. Hal. 3.272.

Russian (Dvoretsky)

οἰσύϊνος: ивовый (ῥῖπες Hom.; ἀσπίδες Thuc.; ὅπλα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, ὁ ἐξ οἰσύας, ῥῖπες Ὀδ. Ε. 256· ἀσπίδες Θουκ. 4. 9· ὅπλα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 25.

Greek Monolingual

οἰσύϊνος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς («οἰσύϊναι ἀσπίδες», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + κατάλ. -ινος (πρβλ. δάφνινος)].

Greek Monotonic

οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη λυγαριά, πλέγμα φτιαγμένο από κλαδιά λυγαριάς, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.

English (Woodhouse)

of osier, of ozier

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

vimineus, wicker, of pliable twigs, 4.9.1.