πενθήρης

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθήρης Medium diacritics: πενθήρης Low diacritics: πενθήρης Capitals: ΠΕΝΘΗΡΗΣ
Transliteration A: penthḗrēs Transliteration B: penthērēs Transliteration C: penthiris Beta Code: penqh/rhs

English (LSJ)

πενθήρες, lamenting, mourning, E.Ph.323 codd., Tr.141 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 555] ες, klagend, trauernd, κουρᾷ ξυρήκει πενθήρει, Eur. Troad. 141, vgl. Phoen. 327.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de deuil, qui est dans le deuil.
Étymologie: πένθος, ἄρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενθήρης -ες [πένθος, ἀραρίσκω] vol verdriet.

Russian (Dvoretsky)

πενθήρης: печальный, скорбящий Eur.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
ο πλήρης πένθους, θρηνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. μονήρης)].

Greek Monotonic

πενθήρης: -ες (*ἄρω), πλήρης πένθους, γεμάτος θρήνο, πένθιμος, θρηνητικός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πενθήρης: -ες, πλήρης πένθους, πενθῶν, ἐσχηματίσθη ὡς τὸ φρενήρης, κτλ., Εὐρ. Φοίν. 323, Τρῳ. 141.

Middle Liddell

πενθ-ήρης, ες [*ἄρω]
lamenting, mourning, Eur.