Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεντάστομος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάστομος Medium diacritics: πεντάστομος Low diacritics: πεντάστομος Capitals: ΠΕΝΤΑΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: pentástomos Transliteration B: pentastomos Transliteration C: pentastomos Beta Code: penta/stomos

English (LSJ)

πεντάστομον, with five mouths or openings, of the Nile, Hdt.2.10; of the Ister, Id.4.47; of the Rhone, Str.4.1.8.

German (Pape)

[Seite 557] fünfmündig; Her. 2, 10. 4, 47; ποταμός, Pol. 34, 10, 5; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinq bouches ou embouchures.
Étymologie: πέντε, στόμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντάστομος -ον [πεντα-, στόμα] met vijf mondingen.

Russian (Dvoretsky)

πεντάστομος: с пятью устьями (ποταμός Her., Polyb.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάστομος, -ον ΝΑ
(ιδίως για ποταμούς) αυτός που έχει πέντε στόμια, δηλαδή πέντε εκβολές («τοῦ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -στομος (< στόμα), πρβλ. δίστομος].

Greek Monotonic

πεντάστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει πέντε στόματα ή ανοίγματα, λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάστομος: -ον, ὁ ἔχων πέντε στόματα ἢ ἐκβολάς, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 10· ἐπὶ τοῦ Ἴστρου, 4. 47.

Middle Liddell

πεντά-στομος, ον, στόμα
with five mouths or openings, of rivers, Hdt.