περικλινής
English (LSJ)
περικλινές, sloping on all sides, of the roof of the Odeion, Plu. Per.13; λόφοι π. Id.Pel.32; σκοπαί, νάπαι, Id.Marc.29, Mar.20.
German (Pape)
[Seite 580] ές, sich ringsum neigend; Plut. Pericl. 13 sagt vom Odeum in Athen τῇ ἐρέψει περικλινὲς καὶ κάταντες ἐκ μιᾶς κορυφῆς, mit einem herumgebogenen und von der Spitze rings sich neigenden Dache.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui penche tout autour, de tous côtés.
Étymologie: περί, κλίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικλινής -ές [περί, κλίνω] overhellend.
Russian (Dvoretsky)
περικλῐνής: отовсюду покатый (λόφοι Plut.).
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. το περικλινές
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του νατρίου που ανήκει στη σειρά τών πλαγιοκλάστων και αποτελεί λευκή ποικιλία του αλβίτη, με υαλώδη ή μαργαριτώδη λάμψη
2. φρ. α) «περικλινής διαίρεση»
βοτ. διαίρεση φυτικών κυττάρων που καταλήγει στον σχηματισμό περικλινών τοιχωμάτων, σε αντίθεση με την αντικλινή διαίρεση, που καταλήγει στον σχηματισμό αντικλινών τοιχωμάτων μεταξύ τών θυγατρικών κυττάρων
β) «περικλινές τοίχωμα»
βοτ. το τοίχωμα ενός φυτικού κυττάρου που είναι παράλληλο προς την επιφάνεια του φυτικού σώματος, σε αντίθεση με το αντικλινές τοίχωμα, που διατάσσεται κάθετα στην επιφάνεια του φυτικού σώματος
αρχ.
αυτός που έχει κλίση ολόγυρα, ο κυκλικά κεκλιμένος και κατωφερής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικλίνω. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pericline].
Greek Monotonic
περικλῐνής: -ές (κλίνω), αυτός που έχει κλίση σε όλες τις πλευρές, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περικλῐνής: -ές, ὁ ἔχων κλίσιν ὁλόγυρα, ἐπὶ τῆς στέγης τοῦ ᾨδείου, «τὸ δ’ ᾨδεῖον τῇ μὲν ἐντὸς διαθέσει πολύεδρον καὶ πολύστυλον, τῇ δὲ ἐρέψει περικλινὲς καὶ κάταντες» Πλουτ. Περικλ. 13· λόφοι π. ὁ αὐτ. ἐν Πελοπ. 52· σκοπὰς περικλινεῖς ἐπ’ ἀμφότερα ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλῳ 29· νάπαι περικλινεῖς ὁ αὐτ. ἐν Μαρίῳ.