πινακηδόν
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
Adv., (πίναξ) like planks, ῥήματα π. ἀποσπῶν Ar.Ra. 824, cf. Sch.adloc.
German (Pape)
[Seite 616] adv., brettweise, ῥήματα γομφοπαγῆ πιν. ἀποσπῶν, Ar. Ran. 823, der Schol. erkl. ἀποσπῶν τὰ ῥήματα ὥσπερ πίνακας ἀπὸ πλοίων.
French (Bailly abrégé)
adv.
comme des planches.
Étymologie: πίναξ, -δον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πινακηδόν [πίναξ] adv., als planken.
Russian (Dvoretsky)
πῐνᾰκηδόν: adv. словно доски, наподобие досок Arph.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σαν σανίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, -ακος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].
Greek Monotonic
πῐνᾰκηδόν: επίρρ., (πίναξ), σανιδωτά, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνᾰκηδόν: Ἐπίρρ. (πίναξ) δίκην σανίδων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 824, ἴδε Σχολ.
Middle Liddell
πίναξ
like planks, Ar.