πολυδήριτος
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
πολυδήριτον, much-contested, Opp. H.5.328.
German (Pape)
[Seite 662] viel bestritten, um was viel gekämpft wird, Opp. Hal. 5, 328.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδήρῑτος: -ον, περιμάχητος, Ὀππ. Ἁλ. 5, 328.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός για τον οποίο δημιουργούνται πολλές φιλονικίες, αυτός για τον οποίο γίνονται πολλές έριδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δῆρις, -ιτος «μάχη» (πρβλ. αμφιδήριτος)].