πολυκίνητος

From LSJ

ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκίνητος Medium diacritics: πολυκίνητος Low diacritics: πολυκίνητος Capitals: ΠΟΛΥΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: polykínētos Transliteration B: polykinētos Transliteration C: polykinitos Beta Code: poluki/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, full of movement, ὄψις Plu.2.681a, cf. Gal.UP 16.6; restless, Id.8.131; ἔκστασις Iamb.Myst.3.2; τὸ ἄρχειν π. καὶ πολυμέριμνον Arist.Mu.400b9.

German (Pape)

[Seite 664] viel, sehr, stark bewegt, Arist. u. Sp., wie Schol. Il. 2, 814.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fortement agité ou qui s'agite beaucoup.
Étymologie: πολύς, κινέω.

Russian (Dvoretsky)

πολυκίνητος: (ῑ)
1 многообразно движущийся, весьма подвижный (ὄψις Plut.);
2 связанный с постоянной подвижностью, т. е. беспокойный (τὸ ἄρχειν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκίνητος: -ον, πλήρης κινήσεως, ὁ πολὺ κινούμενος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 34, Πλούτ. 2. 681Α.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυκίνητος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που κινείται πολύ («τὸ ἄρχειν πολυκίνητον καὶ πολυμέριμνον», Αριστοτ.)
2. αυτός που κινείται σε πολλά μέρη
νεοελλ.
1. ευκίνητος, ταχυκίνητος
2. φρ. «πολυκίνητο αντανακλαστικό»
ιατρ. αυξημένο αντανακλαστικό, κατά το οποίο το εξεταζόμενο μέλος αντιδρά με δύο ή περισσότερες συσπάσεις
αρχ.
1. (για όψη) ζωηρός, γεμάτος ζωή
2. ανήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κινητός (< κινοῦμαι), πρβλ. βραδυκίνητος].