πολύκρημνος

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκρημνος Medium diacritics: πολύκρημνος Low diacritics: πολύκρημνος Capitals: ΠΟΛΥΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: polýkrēmnos Transliteration B: polykrēmnos Transliteration C: polykrimnos Beta Code: polu/krhmnos

English (LSJ)

πολύκρημνον, with many steeps or mountains, χθών B.1.11, cf. Call.Fr.477.

German (Pape)

[Seite 665] mit vielen steilen Abhängen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρημνος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν κρημνῶν, δύσβατος, ὀρεινός, Φώτ., Ἡσύχ. (πολύκνημος Schm.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για τόπο) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρημνος (< κρημνός «γκρεμός, φαράγγι»), πρβλ. βαθύκρημνος, υψίκρημνος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκρημνος -ον [πολύς, κρημνός] zeer bergachtig.