δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
πονηρία, η, ΝΜΑ, και πονήρια και πονηριά Ν πονηρός
1. (με ηθική σημ.) κακία, πανουργία, δολιότητα
2. στον πληθ. πονηρές ενέργειες, κατεργαριά, πονηράδα
νεοελλ.
δυσπιστία, υπόνοια, καχυποψία
αρχ.
1. κακή κατάσταση, καχεξία
2. ποταπότητα
3. δειλία, ανανδρία
4. οχλοκρατία.