προσμαρτυρέω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A bear witness in addition, π. τούτους εἶναι κληρονόμους Is.6.45; confirm by evidence, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην D.45.12, cf. ib.88; π. ταῦτά τινι Plu.Arist.25, etc.: c. dat., bear additional witness to, confirm a thing, τὰ πράγματα -εμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς Plb.3.89.4, cf. Plu.2.119e, etc.:—Pass., προσεμαρτυρεῖτο αὐτῷ ὅτι.. PCair.Zen.288.7 (iii B.C.), cf. S.E.M.7.212.
2 ascribe, πάντα τῷ θεῷ J.AJ5.8.9.
II Astrol., to be also in aspect, Procl.Par.Ptol.249, Man.4.384.
German (Pape)
[Seite 772] noch dazu bezeugen, πρὸς ὑπερβολήν, Is. 6, 45; durch sein Zeugniß bestätigen, c. dat. der Sache, τῇ προκλήσει, Dem. 45, 12; τὰ πράγματα προσεμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς αὐτοῦ, Pol. 3, 90, 4; Luc. de salt. 23; τῷ ῥηθέντι, Plut. consol. ad Apollon. p. 363.
French (Bailly abrégé)
προσμαρτυρῶ :
attester en outre ; confirmer par son témoignage : τινί τι témoigner de qch en faveur de qqn.
Étymologie: πρός, μαρτυρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσμαρτυρέω [πρός, μάρτυς] getuigenis afleggen.
Russian (Dvoretsky)
προσμαρτῠρέω: подкреплять свидетельством, подтверждать (τὰ πράγματα τοῖς λογισμοῖς Polyb.): π. ρηθέντι τινί Plut. подтверждать чьи-л. слова; π. τινί τι Plut. свидетельствовать о чем-л. в пользу кого-л.; προσεμαρτυρήθη … καὶ ἐπεμαρτυρήθη δι᾽ αὐτῆς τῆς ἐναργείας Sext. это было подтверждено (косвенными) доказательствами, а (затем) было засвидетельствовано со всей очевидностью.
Greek Monotonic
προσμαρτῠρέω: μέλ. -ήσω,
I. επιβεβαιώνω με μαρτυρία, σε Δημ.
II. αμτβ., προσμαρτυρέω τινί, φέρνω πρόσθετη μαρτυρία για κάτι, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
προσμαρτῠρέω: φέρω μαρτυρίαν προσέτι, μαρτυρῶ προσέτι, π. τι εἶναι Ἰσαῖ. 60. 42· βεβαιῶ διὰ μαρτυρίας, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην Δημ. 1105. 2, πρβλ. 1128. 12· πρ. τινί τι Πλουτ. Ἀριστείδ. 25, κτλ.· ― ἀμεταβ., πρ. τινι, φέρω πρόσθετον μαρτυρίαν περὶ τοῦ πράγματος, Πολύβ. 3. 90, 4, Πλούτ. 119E, κτλ. ― Παθ., προσεμαρτυρήθη ὅτι… Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 212.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to confirm by evidence, Dem.
II. intr., πρ. τινί to bear additional witness to a thing, Polyb.