σημαντήρας

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

ο / σημαντήρ -ῆρος, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ναυτ. πλωτήρας από έλασμα ή φελλό, αγκυροβολημένος με λεπτή αλυσίδα ή συρματόσχοινο, για να επισημαίνει τη θέση αντικειμένου που βρίσκεται στον βυθό, την ύπαρξη επικίνδυνων για τη ναυτιλία σημείων ή τα σημεία εκκίνησης, στροφής και τερματισμού διαδρομής σε ιστιοπλοϊκά αθλήματα, κν. σημαδούρα
2. τεχνολ. σηματοδότης
3. φρ. α) «σημαντήρας ομίχλης»
ναυτ. σημαντήρας σε αβαθή ή βραχώδη σημεία ο οποίος εκπέμπει χαρακτηριστικά ηχητικά σήματα για την αποφυγή προσάραξης
β) «σημαντήρας αναλαμπών»
ναυτ. σημαντήρας που εκπέμπει φωτεινές αναλαμπές και είναι ορατός ημέρα και νύχτα, αλλ. φωτοσημαντήρας
μσν.
1. ο αφέτης, αυτός που σημαίνει την εκκίνηση στο στάδιο
2. κήρυκας, ιεροκήρυκας
μσν.-αρχ.
1. σφραγιδόλιθος
2. σφραγίδα
3. αυτός που κατευθύνει κάποιον ή κάτι
αρχ.
ιδιοκτήτης («κλήρου σημαντήρ», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. ἀμυντήρ, λυμαντήρ)].