σκιατραφία

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱτρᾰφία Medium diacritics: σκιατραφία Low diacritics: σκιατραφία Capitals: ΣΚΙΑΤΡΑΦΙΑ
Transliteration A: skiatraphía Transliteration B: skiatraphia Transliteration C: skiatrafia Beta Code: skiatrafi/a

English (LSJ)

ἡ, a being brought up in the shade, sedentary, effeminate life, Plu.Aem.31: pl., effeminate habits, Id.2.209c, D.S.20.62:

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, = σκιατροφία, Plut. Aem. Paull. 31.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. σκιατροφία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιατραφία -ας, ἡ [σκιά, τρέφω] opgroeien in de schaduw (van een beschermde opvoeding/jeugd):. ὑπὸ λειότητος καὶ σκιατραφίας door weekheid en een beschermde opvoeding Plut. Aem. 31.5.

Greek Monolingual

και σκιατροφία και σκιοτροφία, ἡ, Α σκιατραφής / σκιατροφῶ]
1. το να κάνει κανείς καθιστική ζωή
2. συνεκδ. μαλθακότητα
3. στον πληθ. αἱ σκιατραφίαι
θηλυπρεπείς συνήθειες («τῆς μὲν πολιτικῆς ἐν ἀνέσει καὶ σκιατραφίᾳ γεγενημένης», Διόδ.).

Greek Monotonic

σκῐᾱτρᾰφία: ἡ, το να έχει ανατραφεί κάποιος στη σκιά, μαλθακότητα, τρυφή, εκθηλυσμένος τρόπος ζωής, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱτρᾰφία: ἡ, τὸ διάγειν ἐν σκιᾷ, διάγειν βίον καθιστικόν, θηλυπρεπῆ, Πλουτ. Αἰμίλ. 31· ἐν τῷ πληθ. ἕξεις ἐκτεθηλυμμέναι, γυναικώδεις, ὁ αὐτ. 2. 209C· καὶ οὕτως ὁ Δινδ. ἀναγιγνώσκει ἀλλαχοῦ παρὰ Πλουτ. καὶ Διοδ. 20. 62, ἔνθα ἕτεροι σκιατροφία.

Middle Liddell

σκιᾱτρᾰφία, ἡ,
a being brought up in the shade, a sedentary, effeminate life, Plut.