σκοτόδειπνος
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
σκοτόδειπνον, eating in the dark, Hsch. s.v. ζοφοδερκίας.
German (Pape)
[Seite 905] im Dunkeln essend, VLL., Erkl. von ζοφοδορπίας.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτόδειπνος: -ον, ὁ ἐσθίων ἐν τῷ σκότει, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ζοφοδερκέας.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τρώει στο σκοτάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -δείπνος (< δεῖπνον / δεῖπνος), πρβλ. δωρόδειπνος].