στάμα

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Μ
1. το μέρος όπου στέκεται κάποιος
2. η θέση του αυτοκράτορα στον ιππόδρομο
3. ανάπαυλα, διακοπή, σταμάτημα («ἐν ὅλῃ τῇ ἡμέρᾳ ἔσχε στάμαπόλεμος», Θεοφάν. Ομ.)
4. στον πληθ. τὰ στάματα
τα πλευρά του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στă- του ἵστημι + κατάλ. -μα].
(II)
το, Ν
βλ. στάγμα.