στασιαστής
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
English (LSJ)
στασιαστοῦ, ὁ,
A one who stirs up sedition, D.H.6.70, Ev.Marc. 15.7, J.AJ14.1.3, Ptol.Tetr.162.
II (στάσις A. ΙΙ) weigher in a wool-factory, PCair.Zen.484.4, 499.87 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 929] ὁ, Aufrührer, Eust. u. a. Sp., s. Moer.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στασιαστής -οῦ, ὁ [στασιάζω] oproerkraaier, splijtzwam.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ στασιάζω
άτομο που υποκινεί σε στάση, που ξεσηκώνει άλλους σε ανταρσία
νεοελλ.
άτομο που μετέχει σε στασιαστικό κίνημα
αρχ.
ζυγιστής σε εριουργείο.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰσιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξεγείρων εἰς ἐπανάστασιν, Διον. Ἁλ. 6. 70, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 1, 3. - Ἡ παρ’ Ἀττικοῖς λέξις ἧτο στασιώτης, Μοῖρ. 359.
Chinese
原文音譯:sustasiast»j 需-士他西阿士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:同-站(者)
字義溯源:暴動同伴,作亂的人;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(στάσις)=立足點,紛爭)組成,而 (στάσις)出自(ἵστημι)*=站)。(註:和合本不用 (στασιαστής / συστασιαστής) 而用 (στάσις))
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 作亂的人(1) 可15:7
French (New Testament)
οῦ (ὁ) factieux ; rebelle, révolutionnaire ; émeutier ; partisan
στασιάζω