στασιαστής

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιαστής Medium diacritics: στασιαστής Low diacritics: στασιαστής Capitals: ΣΤΑΣΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: stasiastḗs Transliteration B: stasiastēs Transliteration C: stasiastis Beta Code: stasiasth/s

English (LSJ)

στασιαστοῦ, ὁ,
A one who stirs up sedition, D.H.6.70, Ev.Marc. 15.7, J.AJ14.1.3, Ptol.Tetr.162.
II (στάσις A. ΙΙ) weigher in a wool-factory, PCair.Zen.484.4, 499.87 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 929] ὁ, Aufrührer, Eust. u. a. Sp., s. Moer.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στασιαστής -οῦ, ὁ [στασιάζω] oproerkraaier, splijtzwam.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ στασιάζω
άτομο που υποκινεί σε στάση, που ξεσηκώνει άλλους σε ανταρσία
νεοελλ.
άτομο που μετέχει σε στασιαστικό κίνημα
αρχ.
ζυγιστής σε εριουργείο.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξεγείρων εἰς ἐπανάστασιν, Διον. Ἁλ. 6. 70, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 1, 3. - Ἡ παρ’ Ἀττικοῖς λέξις ἧτο στασιώτης, Μοῖρ. 359.

Chinese

原文音譯:sustasiast»j 需-士他西阿士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:同-站(者)
字義溯源:暴動同伴,作亂的人;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(στάσις)=立足點,紛爭)組成,而 (στάσις)出自(ἵστημι)*=站)。(註:和合本不用 (στασιαστής / συστασιαστής) 而用 (στάσις))
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 作亂的人(1) 可15:7

French (New Testament)

οῦ (ὁ) factieux ; rebelle, révolutionnaire ; émeutier ; partisan
στασιάζω