στύψη
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
η / στῡψις, -ύψεως, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμο) στυφάδα, στυπτικοτητα
2. (στη βαφική) εμβάπτιση σε στυπτική ουσία υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το χρώμα να είναι ανεξίτηλο
νεοελλ.
χημ. η στυπτηρία
αρχ.
1. (σχετικά με δέρμα) συστολή, συρρίκνωση
2. (για τροφή) πρόκληση δυσκοιλιότητας
3. (στην αρωματοποιία) συμπύκνωση του ελαίου, η οποία επιτυγχάνεται με τη χρήση διαφόρων στυπτικών ουσιών προκειμένου να διατηρηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα το άρωμα του μίγματος
4. μτφ. ασκητισμός.