συμμοχθέω

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμοχθέω Medium diacritics: συμμοχθέω Low diacritics: συμμοχθέω Capitals: ΣΥΜΜΟΧΘΕΩ
Transliteration A: symmochthéō Transliteration B: symmochtheō Transliteration C: symmochtheo Beta Code: summoxqe/w

English (LSJ)

share in toil with, τινι E.IT690.

German (Pape)

[Seite 983] mit oder zugleich Arbeit, Mühe haben, εἴ σε συμμοχθοῦντ' ἐμοὶ κτενῶ, Eur. I. T. 690.

French (Bailly abrégé)

συμμοχθῶ :
partager la fatigue ou la peine de, τινι.
Étymologie: σύν, μοχθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μοχθέω samen (met...) zwoegen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμμοχθέω: совместно трудиться, разделять труды (τινι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

συμμοχθέω: συμμετέχω εἰς τοὺς κόπους τινός, μοχθῶ μετά τινος, τινι Εὐρ. Ι. Τ. 690.

Greek Monotonic

συμμοχθέω: μέλ. -ήσω, μοχθώ, κοπιάζω από κοινού με, τινί, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to share in toil with, τινί Eur.