ταχινός
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ταχινή, ταχινόν, poet. and late Prose for ταχύς, φρένες, ἴουλοι, Theoc.2.7, Call.Jov.56, cf. A.R.2.1044, LXX Wi.13.2, al., 2 Ep.Pet.2.1, Cat.Cod.Astr.1.137, etc.: Sup. ταχινώτατος Arat.289: neut. pl. ταχινά, = τάχα, Theoc.14.40.
German (Pape)
[Seite 1075] poet. statt ταχύς; Ἑρμῆς, Alex. Aet. 5, 11; λαγωσφαγίη, Agath. 28 (VI, 167); πόνος, Arab. 1 (Plan. 39); ταχινά, adverbial, = τάχα.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχῐνός: быстрый, стремительный (φρένες Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῐνός: ἡ, όν, ποιητ. ἀντὶ ταχύς, Θεόκρ. 2. 7, Καλλ. εἰς Δία 56, κλπ.· ὑπερθετ. ταχινώτατος Ἄρατ. 289· - οὐδ. πληθ. ταχινά, = τάχα, Θεόκρ. 14. 40. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ταχινοί· γοργοί».
English (Strong)
from τάχος; curt, i.e. impending: shortly, swift.
English (Thayer)
ταχινή, ταχινόν, from Theocritus down, swift, quick: of events soon to come or just impending, Sirach 18:26).
Greek Monolingual
ή, -ό / ταχινός, -ή, -όν, ΝΑ, και ταχυνός, -ή, -ό, Ν
νεοελλ.
1. πρωινός
2. το θηλ. ως ουσ. η ταχινή
α) το πρωινό
β) πρωινή δροσιά, πάχνη
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Ταχινός
ο πλανήτης Αφροδίτη
αρχ.
ταχύς.
επίρρ...
ταχινά Α
(ποιητ. τ.) ταχέως («χελιδὼν ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχύς + κατάλ. -ινός κατά το θαμινός, ῥαδινός.
Greek Monotonic
τᾰχῐνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί ταχύς, σε Θεόκρ.· ουδ. πληθ. ταχινά = τάχα, στον ίδ.
Middle Liddell
τᾰχῐνός, ή, όν [poetic for ταχύς, Theocr.] [neut. pl. ταχινά, = τάχα, Theocr.]
Chinese
原文音譯:tacinÒj 他希挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:迅速的
字義溯源:簡短的,即刻,快到,速速,遠遠的,不久,迅速的;源自(τάχος)=急速),而 (τάχος)出自(ταχύς)*=快快的)。參讀 (ὀξύς)同義字
出現次數:總共(2);彼後(2)
譯字彙編:
1) 速速的(1) 彼後2:1;
2) 快到了(1) 彼後1:14