τηνόθι

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηνόθι Medium diacritics: τηνόθι Low diacritics: τηνόθι Capitals: ΤΗΝΟΘΙ
Transliteration A: tēnóthi Transliteration B: tēnothi Transliteration C: tinothi Beta Code: thno/qi

English (LSJ)

Adv. of τῆνος, in that case, then, Theoc.8.44.

German (Pape)

[Seite 1108] dor. statt ἐκεῖ, dort, Theocr. 8, 44.

French (Bailly abrégé)

adv.
dor. c. ἐκεῖ : en ce cas-là, alors.
Étymologie: τῆνος, -θι.

Russian (Dvoretsky)

τηνόθι: adv. там, тж. тогда или в этом случае Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

τηνόθι: Ἐπίρρ. τοῦ τῆνος, ἐν ἐκείνῃ τῇ περιπτώσει, τότε, Θεόκρ. 8. 44.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σ' εκείνην τη χρονική στιγμή ή σ' εκείνην την περίοδο, τότε («αἱ δ' ἄν ἀφέρπῃ, χώ ποιμὰν ξηρὸς τηνόθι χ' αἱ βοτάναι», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. του ἐκεῖνος + επιρρμ. κατάλ -ό-θι (βλ. λ. -θι), πρβλ. αυτόθι].

Greek Monotonic

τηνόθι: επίρρ., τουτῆνος, σ' εκείνη την περίπτωση, τότε, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[adverb of τῆνος
in that case, then, Theocr.