τρανός
γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
English (LSJ)
v. τρανής.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. τρανής;
Cp. τρανότερος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρανός, -ή, -όν, ΝΜΑ
προφανής, ολοφάνερος (α. «αυτό ήταν τρανή απόδειξη της ενοχής του» β. «ἦν ἆρα τρανὸς αἷνος ἀνθρώπων ὅδε» Μοσχί.)
νεοελλ.
1. μεγάλος ως προς την ηλικία, το ανάστημα ή τον βαθμό
2. συνεκδ. αυτός που έχει πολύ πλούτο και μεγάλη δύναμη, σπουδαίος («έγινε μεγάλος και τρανός τώρα και δεν μάς μιλάει»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο τρανός
α) αξιωματούχος
β) είδος παραδοσιακού χορού από την περιοχή της Μακεδονίας
4. παροιμ. «θέλεις το τρανό χουλιάρι; πάρε και μεγάλο φτυάρι» — δηλώνει ότι όσοι έχουν μεγάλες αξιώσεις πρέπει να προσφέρουν και ανάλογες υπηρεσίες
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) τρανόν
με διαυγή τρόπο, τρανώς.
επίρρ...
τρανώς/ τρανῶς ΝΜΑ και τρανά Ν
με τρανό, ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του επιθ. τρανής, κατά τη θεματική κλίση].
Russian (Dvoretsky)
τρᾱνός: Plut., Sext. = τρανής.
German (Pape)
[ᾱ], seltenere Nebenform von τρανής, τρανότερον Antiphil. 23 (IX.298).