τυχόντως
ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη → Tell me, Muse, about the man of many turns, who many ways wandered (Cook translation of Odyssey 1.1)
English (LSJ)
Adv. part. aor. 2 of τυγχάνω,
A by chance, at random, Arist.EN1124b6, GA770b15.
II οὐ τυχόντως = in no ordinary manner, PFay.12.15 (ii B. C.).
French (Bailly abrégé)
adv.
selon le hasard, accidentellement.
Étymologie: τυγχάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυχόντως [τυγχάνω] adv., zoals het uitkomt.
German (Pape)
adv. part. aor.2 zu τυγχάνω, von ungefähr, aufs Geratewohl; Arist. gen.an. 4.4; χρῆσθαι ταῖς ἐπιβολαῖς, Pol. 38.4.11.
Russian (Dvoretsky)
τῠχόντως: случайным образом, наудачу Arst., Polyb.
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ. κατά τύχη, τυχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. τυχών, -όντος του αορ. β' ἔτυχον του τυγχάνω.
Greek Monotonic
τῠχόντως: επιρρ. μτχ. αορ. βʹ, κατά τύχη, τυχαίως, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
τῠχόντως: Ἐπίρρ., μετοχ. ἀορ. β΄ τοῦ τυγχάνω, κατὰ τύχην, τυχαίως, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 22, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 11. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.
Middle Liddell
[adverb from aor2 part. of τυγχάνω
by chance, Arist.
Translations
by chance
Arabic: صُدْفَةً; Belarusian: выпадкова; Bulgarian: случайно; Catalan: per atzar, per casualitat; Cebuano: salagma; Chinese Mandarin: 碰巧, 湊巧/凑巧, 恰巧, 剛好/刚好, 偶然; Czech: náhodou; Danish: tilfældigt; Dutch: toevallig; Esperanto: okaze, hazarde; Finnish: sattumalta, sattumoisin; French: d'aventure, par hasard, par rencontre; German: zufällig, von ungefähr; Greek: από καθαρή τύχη, από σύμπτωση, εκ συμπτώσεως, κατά συγκυρία, κατά συγκυρίαν, κατά σύμπτωση, κατά τύχη, συμπτωματικά, τυχαία, τυχαίως; Ancient Greek: ἀπὸ ταὐτομάτου, ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, αὐτομάτως, ἐκ τύχης, κατὰ συγκυρίαν, κατὰ τύχην, συμβεβηκότως, τύχῃ, τυχιμαίως, τυχόντως; Hungarian: véletlenül; Ido: hazarde; Italian: per caso, casualmente; Japanese: 偶然; Korean: 우연히; Latin: fortuito, temere; Macedonian: случајно; Norwegian Bokmål: tilfeldigvis; Nynorsk: tilfeldigvis; Persian: اتفاقاً; Polish: przypadkowo, przypadkiem; Portuguese: por acaso, casualmente; Romanian: din întâmplare, din noroc; Russian: случайно; Scottish Gaelic: le tuiteamas; Serbo-Croatian Cyrillic: слу̏ча̄јно; Roman: slȕčājno; Slovak: náhodou; Slovene: slučajno; Spanish: por casualidad; Swahili: kwa nasibu; Swedish: av en slump; Turkish: şans eseri; Ukrainian: випадково; Urdu: اچانک, اچانک سے; Vietnamese: tình cờ; Walloon: d' astcheyance