Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υδροσκόπος

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

ο / ὑδροσκόπος, ΝΑ
αυτός που έχει την ικανότητα να καθορίζει τις θέσεις τών υπόγειων αποθεμάτων νερού για την κατασκευή φρεάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος].