υποστροφή
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
Greek Monolingual
η / ὑποστροφή, ΝΜΑ υποστρέφω
1. η προς τα πίσω στροφή, πισωγύρισμα, ξαναγύρισμα
2. επιστροφή για αντεπίθεση, επαναστροφή
3. (σχετικά με νόσο) επανεμφάνιση, υποτροπή, υποτροπιασμός
νεοελλ.
1. αλλαγή της πορείας ιστιοφόρου πλοίου με στροφή της πρύμνης του στον άνεμο έτσι ώστε στη συνέχεια να εκτελεί ουριοδρομία, κν. πόντζα λα μπάντα
2. η ιδιότητα ενός αυτοκινήτου, όταν αυτό κινείται σε μια στροφή με μεγάλη ταχύτητα, να τείνει το πρόσθιο τμήμα του να βγει προς το εξωτερικό της στροφής
3. φρ. α) «υποστροφή μήτρας»
ιατρ. το σύνολο τών μεταβολών της μήτρας μετά τον τοκετό μέχρι την επάνοδό της στη φυσιολογική κατάσταση
β) «γεροντική υποστροφή»
ιατρ. το σύνολο τών μεταβολών που προκαλεί στον οργανισμό το γήρας
αρχ.
1. (ρητ.) α) επάνοδος σε ένα θέμα μετά από διακοπή
β) είδος παρέκβασης σε λόγο
2. γραμμ. αναβιβασμός τόνου
3. φρ. «ἐξ ὑποστροφῆς»
α) στρ. με αντεπίθεση (Πολ.)
β) με γύρισμα, με στροφή στον καμπτήρα του σταδίου (Σοφ.)
γ) αντεπιστρέφοντας, στέλνοντας πίσω.