Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλοτεχνῶ

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

φιλοτεχνῶ, φιλοτεχνέω, ΝΜΑ φιλότεχνος
ασκώ την τέχνη μου με ζήλο και αγάπη («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με πολλή τέχνη, με δεξιοτεχνία
2. δημιουργώ ένα έργο τέχνης («τον ανδριάντα φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης...»
αρχ.
1. συζητώ για την τέχνη, δείχνω ενδιαφέρον για την τέχνη («εὑρησιλογῶν καὶ φιλοτεχνῶν πρὸς τοὺς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας», Πολ.)
2. χρησιμοποιώ τεχνάσματα, πανουργίες («οἱ πολιουρκούμενοι πρὸς ἀλλήλους εἰώθασιν ἀντιμηχανᾶσθαι καὶ φιλοτεχνεῖν», Πολ.)
3. επινοώ, εφευρίσκω
4. (με απρμφ.) κατορθώνω με την τέχνη ώστε να... («ἐφιλοτέχνησαν πλῆθος ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι», Διόδ.)
5. παθ. φιλοτεχνοῦμαι, -έομαι
(για πράγμ.) με ειδική επεξεργασία γίνομαι κατάλληλος για κάτιστόμιον... πεφιλοτεχνημένον πρὸς ταύτην τὴν ὀξύτητα», Διόδ.).