φτελιά

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

η, και φτελιάς και φτελιός, ο, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του γένους ούλμος, που ανήκει στην οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ουλμίδες της τάξης ουρτικώδη και περιλαμβάνει 30 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τρία, τα κοινώς γνωστά ως καραγάτσι, βουνοφτελιά και δασοφτελιά ή τσικνιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτελέα, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- στο αντίστοιχο διαρκές -φ- (πρβλ. φτερό: πτερόν) και συνίζηση (πρβλ. συκιά: συκέα)].