φυλακίζω
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
English (LSJ)
throw into prison, throw in jail, imprison, incarcerate, jail, put in prison, send to prison, put under lock and key, put in chains, put in irons, clap in irons, detain at Her Majesty's pleasure, send down, put behind bars, put inside Act.Ap.22.19:—Pass., LXX Wi.18.4.
German (Pape)
[Seite 1313] ins Gefängniß werfen, N.T.
Russian (Dvoretsky)
φῠλᾰκίζω: заключать в тюрьму (τινά NT).
Greek (Liddell-Scott)
φῠλᾰκίζω: ὡς καὶ νῦν, βάλλω εἰς τὴν φυλακήν, Πράξ. Ἀπ. κβϳ 19· ― Παθ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΗϳ, 4).
English (Strong)
from φύλαξ; to incarcerate: imprison.
English (Thayer)
(φυλακή (or φύλαξ)); to cast into prison, imprison: Wisdom of Solomon 18:4; ecclesiastical and Byzantine writings.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ φύλαξ, -ακος]
κλείνω κάποιον στη φυλακή (α. «φυλάκισαν δεκάδες αθώων» β. «ἐγὼ ἤμην φυλακίζων καὶ δέρων κατὰ τὰς συναγωγὰς τοὺς πιστεύοντας εἰς σέ», ΚΔ
γ. «ἄξιος μὲν γὰρ ἐκεῖνος στερηθῆναι φωτὸς καὶ φυλακισθῆναι ἐν σκότει», ΠΔ)
νεοελλ.
1. επιβάλλω σε κάποιον ποινή φυλάκισης
2. μτφ. περιορίζω την ελευθερία τών κινήσεων κάποιου («τήν είχε φυλακίσει μόνιμα στο χωριό»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φυλακισμένος, -η, -ο
α) έγκλειστος, υπόδικος ή καταδικασμένος σε φυλάκιση ή σε κάθειρξη («τα δικαιώματα τών φυλακισμένων»)
β) μτφ. περιορισμένος ως προς την ελευθερία κινήσεων ή επιλογών («έμεινε δύο χρόνια φυλακισμένη στο σπίτι ώσπου να μεγαλώσουν τα μωρά της»).
Chinese
原文音譯:fulak⋯zw 廢拉企索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:守衛(著)
字義溯源:監禁,下監,收在監裏;源自(φύλαξ)=看守的人,哨兵),而 (φύλαξ)出自(φυλάσσω)*=看守)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 下監(1) 徒22:19