φωρά

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωρά Medium diacritics: φωρά Low diacritics: φωρά Capitals: ΦΩΡΑ
Transliteration A: phōrá Transliteration B: phōra Transliteration C: fora Beta Code: fwra/

English (LSJ)

Ion. φωρή, ἡ, (φώρ)
A theft, h.Merc.136 (prob. for φωνῆς), 385, BionFr.8.6, Nic.Al.273; ἱερῶν χρημάτων SIG672.16 (Delph., ii B. C.); ἔνοχοι ὄντες φωρᾷ Sammelb.4638.17 (ii B. C.); ἐπ' αὐτῇ τῇ φωρᾷ, = ἐπ' αὐτοφώρῳ, Poll.8.69.
II detection, discovery, τῆς ἀλλοτριολογίας Phld.Acad.Ind.p.67 M.; ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φ. D.L.1.96; μεῖζον τῆς φ. τὸ αὐτὸν ἑαυτοῦ κατειπεῖν Ach.Tat.7.11. (φώρης codd. Nic. l.c.; Hsch. has φωρά· κλοπή, but φώρην· τὴν ἔρευναν.)

German (Pape)

[Seite 1322] ᾶς, ἡ, ion. φωρή, der Diebstahl; H. h. Merc. 136 nach Herm. Em.; οὐκ ἐπὶ φωρὰν ἔρχομαι Bion. 16, 6.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
1 vol, larcin;
2 recherche, découverte d'un voleur, d'un objet volé.
Étymologie: φώρ.

Russian (Dvoretsky)

φωρά: ион. φωρή
1 воровство, кража HH, Anth.;
2 раскрытие, изобличение Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

φωρά: Ἰων. φωρή, ἡ, (φὼρ) κλοπή, Βίων 9. 6, Νικ. Ἀλεξιφ. 273, καὶ (κατὰ τὸν Ἑρμανν.) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 136. ΙΙ. ἀνακάλυψις, ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φωρᾷ Διογέν. Λαέρτ. 1. 96· μεῖζον τῆς φ. τὸ αὐτὸν ἑαυτοῦ κατειπεῖν Ἀχιλλ. Τάτ. 7. 11· φ. γοήτων Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 213C· ὁ δὲ Ἡσύχ. ἐν λ. φωρᾶν ἔχει «φώρην· ἔρευναν», πρβλ. φωράω, αὐτόφωρος.

Greek Monolingual

και ιων. τ. φωρή και κατά τον Ησύχ. φώρη, ἡ, Α
1. κλοπή
2. ανακάλυψη
3. (κατά τον Ησύχ.) έρευνα
4. φρ. «ἐπ' αὐτῇ τῇ φωρᾷ» — επ' αυτοφώρω (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ «κλέφτης». Η λ., ως προς τη σημ. «ανακάλυψη», έχει δεχθεί την επίδραση του ρ. φωρῶ].

Greek Monotonic

φωρά: Ιων. φωρή, , κλοπή, σε Βίωνα.

Middle Liddell

φωρά, Ionic φωρή, ἡ, [from φώρ]
a theft, Bion.