χαιτήεις
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
Dor. χαιτάεις, εσσα, εν,
A with long flowing hair, epithet of Apollo, Pi. P.9.5, cf. AP6.234 (Eryc.).
2 with a long mane, of the horse, Phoc.3, A.R.2.1237; of bears, shaggy, Opp.H.5.38.
3 of plants, thick-leaved, καλάμινθος Nic.Th.60; cf. χαιτέεις.
German (Pape)
[Seite 1326] ήεσσα, ῆεν, mit langem, flatterndem Haare; Beiwort des Apollo, Pind. P. 9, 5; Γάλλος Eryci. 2 (VI, 234); u. in sp. Prosa, wie Luc. Zeux. 5 Cynic. 14, mit langen Mähnen; auch vom Bären, zottig, Opp. Cyn. 5, 38; von Pflanzen, καλάμινθον χαιτήεσσαν Nic. Th. 60.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
1 à la longue chevelure;
2 à la longue crinière;
3 aux longs poils ; aux longues feuilles.
Étymologie: χαίτη.
Russian (Dvoretsky)
χαιτήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. χαιτάεις (τᾱ) длиннокудрый (Λατοΐδας Pind.; Γάλλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χαιτήεις: Δωρ. χαιτάεις, εσσα, εν, ὁ ἔχων μακρὰν καὶ κυματίζουσαν κόμην, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 9. 5, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 6. 234. 2) ὁ ἔχων μακρὰν χαίτην, ἐπὶ τοῦ ἵππου, Φωκυλίδης 3· ὡσαύτως ἐπὶ ἄρκτων = δασύς, λάσιος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 38. 3) ἐπὶ φυτῶν, πυκνόφυλλος, Νικ. Θηρ. 60· πρβλ. χαιτέεις.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χαιτάης και ιων. τ. χαιτέης, -εσσα, -εν, Α
1. (για τον Απόλλωνα ή για τους Γάλλους, τους ιερείς της Κυβέλης) αυτός που έχει μακριά μαλλιά, κόμη που κυματίζει (α. «ὁ χαιτάεις... Λατοΐδας», Πίνδ.
β. «Γάλλος ὁ χαιτάεις, ὁ νεήτομος», Ανθ. Παλ.)
2. (για ίππο) αυτός που έχει μακριά χαίτη
3. (για αρκούδα) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα
4. (για φυτό) πυκνόφυλλος, φουντωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαίτη + κατάλ. -ήεις(βλ. λ. -όεις)].
Greek Monotonic
χαιτήεις: Δωρ. χαιτάεις, -εσσα, -εν, αυτός που έχει μακριά λυτά μαλλιά, σε Πίνδ., Ανθ.
Middle Liddell
χαιτήεις, δοριξ χαιτάεις, εσσα, εν
with long flowing hair, Pind., Anth.