χαρτί

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

το / χαρτίον, Ν ΜΑ χάρτης
νεοελλ.
1. υλικό διαμορφωμένο σε λεπτά και ξηρά φύλλα, αποτελούμενα κυρίως από ίνες ή από τμήματα ινών διαπλεγμένα ή συμπιλημένα σε συνεκτικό ενιαίο σύνολο και χρησιμοποιούμενα για γραφή, για εκτύπωση, ως περιτύλιγμα κ.ά. χρήσεις
2. κάθε είδους επίσημο έγγραφο («δεν είναι εν τάξει όλα τα χαρτιά του»)
3. (ειδικά) απολυτήριο ή πτυχίο («δεν πήρε ακόμη το χαρτί του»)
4. παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο («είχα καλό χαρτί και κέρδισα»)
5. στον πληθ. τα χαρτιά
η χαρτοπαιξία («έχασε την περιουσία του στα χαρτιά»)
6. φρ. α) «απορροφητικό χαρτί» — πορώδες χαρτί για την απορρόφηση του μελανιού από τα χειρόγραφα, αλλ. στυπόχαρτο
β) «φωτογραφικό χαρτί» — φύλλο χαρτιού ή άλλου υλικού, επιχρισμένο με φωτοπαθές γαλάκτωμα, που χρησιμεύει για τη λήψη φωτοτύπων από αρνητική ή θετική φωτογραφική διαφάνεια
γ) «διηθητικό χαρτί» — χαρτί ειδικό για την διήθηση διαφόρων υγρών
7. παροιμ. «όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη» — λέγεται σκωπτικά ως παρηγορητικός λόγος σε κάποιον που χάνει στην χαρτοπαιξία
μσν.-αρχ.
υποκορ. τ. του χάρτης.