χαυνώνω

From LSJ

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source

Greek Monolingual

χαυνῶ, χαυνόω, ΝΜΑ χαῦνος
νεοελλ.
(μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τον χαυνώνει»)
μσν.
1. μτφ. εξασθενίζω κάτιεἰρήνη χαυνοῖ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.)
2. παθ. χαυνοῦμαι, -όομαι
γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ χαυνοῦται εἰς ῥαγάδας», Γεωπ.)
μσν.-αρχ.
παθ. γίνομαι πλαδαρός («χαυνοῦσθαι ὑπὸ τοῦ νότου τὰ σώματα ταῖς κυούσαις», Αιλ.)
αρχ.
1. (σχετικά με ενέργεια) χαλαρώνω
2. μτφ. κάνω κάποιον αλαζόνα
3. παθ. (για φλόγωση) παρέρχομαι, θεραπεύομαι.