χρυσοκέφαλος
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
χρυσοκέφαλον, with golden head, epithet of a fish, Phryn.Com. 50.
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldenem Kopfe, Phryn. com. bei Ath. VI, 287 b.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν κεφαλήν, ἐπίθ. ἰσχύος τινός, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν Τραγῳδοῖς ἢ «Ἀπελευθέροις 2. ΙΙ. ὁ φορῶν χρυσοῦν στέμμα, Βυζ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
1. αυτός που φορεί χρυσό στέμμα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσοκέφαλος
εκκλ. (στο Βυζ.) χαρτοφύλακας
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ταυροκέφαλος.