ψιθυριστής
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ψιθυριστοῦ, ὁ,
A whisperer, at Athens as epithet of Hermes, D.59.39; of Ἔρως, AB317: perhaps cf. Mercurius Susurrio, CIL13.12005 (Aachen).
2 slanderer, Ep.Rom.1.30.
German (Pape)
[Seite 1399] ὁ, der Zischler, Flüsterer, Verleumder, Ohrenbläser, N.T. In Athen hieß Hermes so, Dem. 59, 39, u. Eros, B. A. 317.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui chuchote, qui murmure doucement à l'oreille;
2 qui médit à voix basse, délateur.
Étymologie: ψιθυρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψιθυριστής -οῦ, ὁ ψιθυρίζω fluisteraar; NT kwaadspreker.
Russian (Dvoretsky)
ψῐθῠριστής: οῦ ὁ
1 нашептывающий (Ἑρμῆς Dem.);
2 шептун, тайный клеветник NT.
Greek (Liddell-Scott)
ψῐθῠριστής: -οῦ, ὁ, ὁ ψιθυρίζων, λοίδορος συκοφάντης, Ἐπιστ. πρὸς Ῥωμ. α΄ 30· ― ἐν Ἀθήναις ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Δημ. 1358. 6· τοῦ Ἔρωτος, Α. Β. 317.
English (Strong)
from the same as ψιθυρισμός; a secret calumniator: whisperer.
English (Thayer)
ψιθυριστού, ὁ (see the preceding word), a whisperer, secret slanderer, detractor (German Ohrenbläser): Demosthenes, p. 1358,6; also of ὁ ἔρως and Aphrodite, Suidas, p. 3957c.; (cf. Winer's Grammar, 24).)
Greek Monolingual
ὁ, Α ψιθυρίζω
1. (συν. ως προσωνυμία του Ερμού και του Έρωτος) αυτός που ψιθυρίζει
2. υβριστής, συκοφάντης («μεστοὺς φθόνου, ἔριδος, δόλου, ψιθυριστάς, καταλάλους», ΚΔ).
Greek Monotonic
ψῐθῠριστής: -οῦ, ὁ, αυτός που ψιθυρίζει, συκοφάντης, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ψῐθῠριστής, οῦ, ὁ, from ψῐθῠρίζω, a whisperer: a slanderer, NTest.
Chinese
原文音譯:yiqurist»j 普西替里士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:低語(者)
字義溯源:暗中毀謗人者,閒談,搬弄是非,讒毀;源自(ψιθυρισμός)=低語),而 (ψιθυρισμός)又出自(ψῆφος)X*=耳語)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 讒毀(1) 羅1:30