ψυχαγώγιον
English (LSJ)
τό,
A = ψυχομαντεῖον, a place where departed souls are conjured up, EM819.25.
II air-hole, ventilator in the shafts of mines, Thphr. Ign.24 (v.l. ψυχαγωγεῖον).
III reservoir, reserve water-tank, AB317.
German (Pape)
[Seite 1402] τό, 1) ein Ort, wo man die abgeschiedenen Seelen heraufbeschwört u. befragt. – 2) ein Ort, der an sich zieht, anlockt, Sp. – 3) ein Luftloch in den Schachten der Bergwerke, durch das man frische Luft einläßt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχᾰγώγιον: τό, ὡς τὸ ψυχομαντεῖον, τόπος ἔνθα αἱ ψυχαὶ τῶν τεθνεώντων ἀνακαλοῦνται καὶ ἐρωτῶνται, Ἐτυμ Μέγ. 819. 25. ΙΙ. ὀπὴ πρὸς ἀνακαίνισιν τοῦ ἀέρος, ἀεριστήριον, Λατ. spiraculum, Θεόφρ. π. Πυρός 24 (κ. ἀλλ. -εῖον).
Greek Monolingual
(I)
και ψυχαγωγεῖον, τὸ, Α ψυχαγωγός
τόπος όπου γινόταν επίκληση από τους μάντεις στα πνεύματα τών νεκρών, για να τους ρωτήσουν σχετικά με όσα έχουν συμβεί ή με όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον, ψυχομαντείο, νεκρομαντείο.
(II)
και ψυχαγωγεῖον, τὸ, Α
1. οπή μέσω της οποίας εισέρχεται ψυχρός αέρας στα μεταλλεία
2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) δεξαμενή νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + -αγώγιον / -εῖον (< -αγωγός < ἄγω)].
Translations
cistern
Albanian: cisternë, hauz, bot; Arabic: صِهْرِيج, فِنْطَاس, حَوْض; Armenian: ցիստերն; Azerbaijani: sistern; Belarusian: цыстэрна, бак, рэзервуар, рэзэрвуар; Bulgarian: резервоар, цистерна; Burmese: ရေလှောင်ကန်; Catalan: cisterna; Chinese Mandarin: 水槽; Czech: cisterna; Dalmatian: cistierna; Danish: cisterne; Dutch: cisterne, waterreservoir, regenput, regenwaterput, regenbak, waterkelder; Esperanto: akvujo, cisterno; Estonian: tsistern; Finnish: vesisäiliö, sadevesisäiliö; French: citerne, cuve; Middle French: cisterne; Friulian: cistierne; Galician: canfurna, cisterna, alxube, alxibe; Georgian: ცისტერნა; German: Zisterne; Greek: δεξαμενή, στέρνα; Ancient Greek: ἀποδοχεῖον, δεξαμενή, ἐκδοχεῖον, ἔλυτρον, κολυμβήθρα, λάκκος, σκεπτούριον, συστάς, ὑδρεῖον, ὑδρίον, ὑδροδοχεῖον, ὑδροδόχος, ὑδροθήκη, ὑδροστάσιον, ὑδροχοεῖον, φρέαρ, φρεατία, ψυχαγώγιον; Hebrew: גֵּב; Hindi: टंकी, जलाशय, हौज़; Hungarian: ciszterna, víztároló; Ido: aquuyo; Indonesian: perigi; Irish: sistéal; Istriot: zustierna; Italian: cisterna; Japanese: 水槽, 貯水槽, タンク; Kazakh: шанаш, цистерна; Korean: 탱크, 수조(水槽); Kyrgyz: цистерна; Latin: cisterna, lacus; Latvian: cisterna; Lithuanian: cisterna; Macedonian: цистерна; Maori: kurawai; Middle English: cisterne; Ngazidja Comorian: isima; Norwegian Bokmål: sisterne, cisterne; Nynorsk: sisterne, cisterne; Persian: سیسترن, حوض; Polish: cysterna; Portuguese: cisterna; Romanian: cisternă; Russian: цистерна, бак, резервуар; Sardinian: chisterra, cisterra, gisterra; Scots: cistren; Scottish Gaelic: amar; Serbo-Croatian Cyrillic: цѝсте̄рна; Roman: cìstērna; Sicilian: jisterna, sterna; Slovak: cisterna, rezervoár; Slovene: cisterna; Spanish: aljibe, cisterna; Swedish: cistern; Tajik: систерн, ҳавз; Thai: ถังน้ำ, แท็งก์น้ำ, ถังเก็บน้ำ; Tibetan: ཆུ་སྒྲོམ; Tigrinya: ጋው; Turkish: sarnıç; Ukrainian: цистерна, бак, резервуар; Urdu: حَوضْ; Uzbek: sisterna; Welsh: seston, dyfrgist