опережать
From LSJ
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
Russian > Greek
ἐκφέρω, προέρχομαι, παραλλάσσω, παρατρέχω, προθέω, προτρέχω, ὑπερπαίω, ὑπεκπροθέω, ὑποθέω, ὑπερτρέχω, καταταχέω, προεντυγχάνω, παραφθάνω, παρατροχάζω, προΐστημι, παραπίπτω, ὑπερπηδάω, προκαταταχέω, παραμείβω, ὑπεκφέρω, προαίρω, ὑποφθάνω, παρέρχομαι, ὑπερβάλλω, προτρέπω, προβάλλω, παραφέρω, προφέρω, προτερέω