сияющий
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Russian > Greek
φαίδιμος, αἰγλήεις, αἰγλάεις, αἰγλᾶς, ἀγλαός, παναιγλήεις, πορφύρεος, πορφυροῦς, τηλαυγής, φωτεινός, λιπαρόχροος, λιπαρόχρους, λαμπρός, λευκός, φωσφόρος, φαεσφόρος, πολιός, φαέθων, φαιδρός, φαεινός, φαεννός, αὐγοειδής, ἐξαυγής, φλογώψ, ἠλέκτωρ, χρυσοφεγγής, αἰγλοφανής, ἀνθηρός, φοῖβος, ἀργῄς