ἀβουλέω
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
A to be unwilling, Pl.R. 437c: c.acc. inf., Id.Ep.347a:—c. acc., dislike, object to, D.C.55.9.
II not to will, οὐ γὰρ ἀβουλῶν ἐνεργεῖ without willing, Plot 6.8.13, cf. ib.21.
Spanish (DGE)
1 no querer abs. τὸ ἀβουλεῖν καὶ μὴ ἐθέλειν Pl.R.437c, οὐ γὰρ ἀβουλῶν ἐνεργεῖ no actúa sin poner voluntad Plot.6.8.13
•c. inf. ἀβουλῶν ἐμὲ ἐκπλεῖν no queriendo que yo me marche Pl.Ep.347a, cf. D.Ep.2.17.
2 desaprobar τὰ δεδογμένα D.C.55.9.8.
German (Pape)
[Seite 4] (vgl. ἄβουλος, VLL. μὴ βούλεσθαι u. μὴ βουλεύεσθαι), nicht wollen, Plat. Rep. IV, 437 c; neben μὴ ἐθέλειν, sequ. acc. c. inf Ep. 7, 347 a; Dem. Ep. 2 u. Sp.; ἀβουλήσας τὰ δεδογμένα D. Cass. 55, 9.
French (Bailly abrégé)
ῶ;
ne vouloir pas ; désapprouver.
Étymologie: ἄβουλος.
Greek Monotonic
ἀβουλέω: (α- στερητικό, βούλομαι), είμαι απρόθυμος, δεν έχω θέληση, σε Πλάτ. (Το ἀβουλέω αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα ότι το α- στερητικό δεν μπορεί να συντεθεί άμεσα με ρήματα, βλ. α- I).
Russian (Dvoretsky)
ἀβουλέω: не желать, не хотеть Plat.
Middle Liddell
[α privat., βούλομαι ἀβουλέω is an exception to the rule that α privat., cannot be comp. directly with Verbs.]
to be unwilling, Plat.