ἀγανοφροσύνη
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
English (LSJ)
ἡ, gentleness, kindliness, Il.24.772, Od.11.202.
Spanish (DGE)
(ἀγᾰνοφροσύνη) -ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰγᾰνοφροσῠ-]
gentileza, amabilidad σῇ ἀγανοφροσύνῃ καὶ σοῖς ἀγανοῖς ἐπέεσσι Il.24.772, ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα ... σή τ' ἀγανοφροσύνη ... θυμὸν ἀπηύρα la nostalgia de ti, tu recuerdo y tu amabilidad me quitaron la vida, Od.11.203, οὓς πόλις ἥδ' εἵνεκεν εὐσεβίης ἀγανοφροσύνης τε ἐφίλησεν MAMA 4.133.13 (Metrópolis, Frigia II d.C.).
German (Pape)
[Seite 9] ἡ, Freundlichkeit, Milde, Hom. Il. 24, 772 Od. 11, 203.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
amabilité, douceur.
Étymologie: ἀγανόφρων.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰνοφροσύνη: ἡ ласковость, кротость Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγανοφροσύνη: ἡ, ἠπιότης, εὐγένεια τρόπων, ἀγαθότης, Ἰλ. Ω. 772, Ὀδ. Λ, 202.
English (Autenrieth)
gentle-mindedness, kindliness, Od. 11.203; cf. Od. 2.230.
Greek Monotonic
ἀγανοφροσύνη: ἡ, ευγένεια, πραότητα, γλυκύτητα, αβρότητα, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
[From ἀγανόφρων
gentleness, kindliness, Hom.