ἀλφιταμοιβός
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ὁ, dealer in ἄλφιτα, Ar.Av. 491, al.
Spanish (DGE)
(ἀλφῐτᾰμοιβός) -οῦ, ὁ
cambista que ofrece harina o farro de cebada a cambio de otros efectos, usurero ἀλφιταμοιβοὺς τοῖς ἀπόροις τρεῖς χοίνικας δεῖπνον παρέχειν que los usureros procuren a los pobres tres quénices de harina de cebada para cenar Ar.Ec.424, cf. Nu.640, Au.491, Poll.7.19.
German (Pape)
[Seite 112] ὁ, Mehlhändler, Ar. Nub. 630 Av. 491.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
marchand de farine.
Étymologie: ἄλφιτον, ἀμείβω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλφῐτᾰμοιβός: ὁ торговец ячменной мукой, тж. хлеботорговец Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτᾰμοιβός: ὁ, πωλητὴς ἀλφίτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 491, κτλ.
Greek Monolingual
ἀλφιταμοιβός, ο (Α)
αυτός που εμπορεύεται άλφιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + ἀμοιβὸς «αυτός που ανταλλάσσει»].
Greek Monotonic
ἀλφῐτᾰμοιβός: ὁ, έμπορος κριθάλευρων, σε Αριστοφ.