ἀλφιταμοιβός
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
English (LSJ)
ὁ, dealer in ἄλφιτα, Ar.Av. 491, al.
Spanish (DGE)
(ἀλφῐτᾰμοιβός) -οῦ, ὁ
cambista que ofrece harina o farro de cebada a cambio de otros efectos, usurero ἀλφιταμοιβοὺς τοῖς ἀπόροις τρεῖς χοίνικας δεῖπνον παρέχειν que los usureros procuren a los pobres tres quénices de harina de cebada para cenar Ar.Ec.424, cf. Nu.640, Au.491, Poll.7.19.
German (Pape)
[Seite 112] ὁ, Mehlhändler, Ar. Nub. 630 Av. 491.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
marchand de farine.
Étymologie: ἄλφιτον, ἀμείβω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλφῐτᾰμοιβός: ὁ торговец ячменной мукой, тж. хлеботорговец Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτᾰμοιβός: ὁ, πωλητὴς ἀλφίτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 491, κτλ.
Greek Monolingual
ἀλφιταμοιβός, ο (Α)
αυτός που εμπορεύεται άλφιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + ἀμοιβὸς «αυτός που ανταλλάσσει»].
Greek Monotonic
ἀλφῐτᾰμοιβός: ὁ, έμπορος κριθάλευρων, σε Αριστοφ.