ἀμελία
English (LSJ)
ἡ, poet. for ἀμέλεια, E.IA 850, Fr.187:—also in Inscrr. and Papyri, OGI383 (Nimrud Dagh), PTeb.61a176 (ii B. C.).
Spanish (DGE)
ἀμελίη v. ἀμέλεια.
German (Pape)
[Seite 121] ἡ, = ἀμέλεια, Eur. Iph. A. 850.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. ἀμέλεια.
Russian (Dvoretsky)
ἀμελία: ἡ Eur. = ἀμέλεια.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμελία: ἡ ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀμέλεια, Εὐρ. Ι. Α.. 850, Ἀποσπ. 187.
Greek Monolingual
και αναμελιά και ανεμελιά
έλλειψη φροντίδας ή προσοχής, αμέλεια, νωθρότητα, τεμπελιά
ο χαρακτηριζόμενος από αμελιά, αμελιάρης και ανα-, ανεμελιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άμελος
ο τ. αναμελιά < ανάμελος, ο δε τ. ανεμελιά < ανέμελος, παράλλ. τ. του επιθ. άμελος].
Greek Monotonic
ἀμελία: ἡ, ποιητ. αντί ἀμέλεια, σε Ευρ.
English (Woodhouse)
Translations
negligence
Armenian: անփութություն; Bengali: গাফলাতি; Bulgarian: нехайство, немарливост; Catalan: negligència; Chinese Mandarin: 過失, 过失, 疏忽, 失職, 失职; Czech: nedbalost; Dutch: nalatigheid, achteloosheid; Finnish: huolimattomuus, heitteillejättö; French: négligence coupable; Georgian: დაუდევრობა; German: Fahrlässigkeit; Greek: αμέλεια; Ancient Greek: ἀμέλεια, ἀμελείη, ἀμελία, ἀμελίη, ἀμελίου δίκη, ἀτημέλεια, ἀτημελίη, ἀφυλαξία, ἐπισυρμός, ὀλιγώρημα, ὀλιγωρία, ὀλιγωρίη, παρόρασις; Interlingua: negligentia; Italian: negligenza; Japanese: 過失, 疎か; Korean: 과실(過失), 소홀(疏忽); Latin: indiligentia, neglegentia, incuria; Norwegian Bokmål: uaktsomhet; Portuguese: negligência; Romanian: neglijență, delăsare; Russian: халатность; Spanish: negligencia; Tagalog: kutalay; Telugu: నిర్లక్ష్యం; Tocharian B: ykorñe; Vietnamese: tính cẩu thả, sự bất cẩn
indifference
Armenian: անտարբերություն; Belarusian: абыякасць, абыякавасць, раўнадушнасць, раўнадушша; Bulgarian: безразличие, равнодушие; Catalan: indiferència; Chinese Mandarin: 不關心, 不关心, 冷淡; Czech: lhostejnost; Dutch: onverschilligheid; Esperanto: indiferento, malzorgo, neglekto; Finnish: välinpitämättömyys, penseys; French: indifférence; Galician: indiferenza; German: Gleichgültigkeit; Greek: αδιαφορία; Ancient Greek: ἀδιαφορία, ἀκήδεια, ἀκηδία, ἀκηδιασμός, ἀκηδίη, ἀμέλεια, ἀμελείη, ἀμελία, ἀμελίη, ἐξαδιαφόρησις, ὀλιγωρία, ὀλιγωρίη, τὸ ἀδιαφορητικόν; Hebrew: אֲדִישׁוּת; Hungarian: közöny; Ido: indiferenteso; Japanese: 無関心, 冷淡さ; Korean: 무관심; Macedonian: рамнодушност; Maori: arokore; Norwegian Bokmål: likegyldig; Polish: obojętność; Portuguese: indiferença; Romanian: indiferență; Russian: безразличие, равнодушие; Sanskrit: उदास; Serbo-Croatian Cyrillic: равно̀душно̄ст; Roman: ravnòdušnōst; Slovak: ľahostajnosť; Slovene: ravnodušnost; Spanish: indiferencia; Swedish: likgiltighet; Tagalog: kalatubaan; Turkish: ilgisizlik, kayıtsızlık, umursamazlık; Ukrainian: байдужість, байдужність, рівнодушшя