ἀνέξοιστος
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ἀνέξοιστον, not to be expressed, ineffable, ib.728d, Gorg.(?)ap.S.E.M.7.82, Jul.Or.5.158d.
Spanish (DGE)
-ον
incomunicable ἀ. καὶ ἀνερμήνευτον τῷ πέλας Gorg.B 3, cf. Plu.2.728d, Iul.Or.8.158d.
German (Pape)
[Seite 224] nicht herauszubringen, Plut. Symp. 8, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne doit pas divulguer.
Étymologie: ἀ, ἐξοίσομαι, v. ἐκφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέξοιστος: не подлежащий разглашению Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέξοιστος: -ον, = ἀνέκφορος, ὃν δὲν πρέπει νὰ ἐξενέγκῃ, νὰ φανερώσῃ, ἀλλ’ ἐκεῖνό γε δοκῶ μήτ’ ἄρρητον εἶναι μήτ’ ἀνέξοιστον πρὸς ἑτέρους Πλούτ. 2. 728D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ 7. 82.
Greek Monolingual
ἀνέξοιστος, -ον (Α)
εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να φανερώσει, άρρητος, απόρρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εξοιστός (< εκφέρω) «αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εκφράσει, να προφέρει»].