ἀνερύω

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερύω Medium diacritics: ἀνερύω Low diacritics: ανερύω Capitals: ΑΝΕΡΥΩ
Transliteration A: anerýō Transliteration B: aneryō Transliteration C: aneryo Beta Code: a)neru/w

English (LSJ)

Ion. and Dor. ἀνειρύω [ῠ], draw up, ἀνά θ' ἱστία λεύκ' ἐρύσαντες Od.9.77, 12.402; ἀνειρύσαι νῆας, = ἀνελκύσαι, Hdt.9.96, cf. A.R.2.586; ἀ. πέπλως Theoc.14.35:—Med., ἐκ νούσου ἀνειρύσω AP6.300 (Leon.).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀνειρύω Hdt.9.96, Theoc.14.35, AP 6.300 (Leon.), Nonn.D.22.334
1 izar ἱστία Od.9.77, 12.402
levantar πέπλως Theoc.l.c., βέλεμνον Nonn.D.l.c.
halar, sacar a tierra τὰς νέας Hdt.l.c.
2 fig. en v. med. salvar ἐκ νούσου AP l.c.

German (Pape)

[Seite 226] emporziehen, ἱστία, in tmesi, Od. 9, 77. 12, 402; πέπλους, beim Laufen, Theocr. 14, 35; ἀνειρύσασαι 26, 17; in dieser ion. Form auch Her. ἀνειρύσαι τὰς νῆας, aufs Land ziehen, 9, 96. 97.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνερύσω, ao. ἀνείρυσα, pf. inus.
tirer à terre (un navire).
Étymologie: ἀνά, ἐρύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνερύω: ион.-дор. ἀνειρύω
1 подтягивать, подбирать (πέπλως Theocr.);
2 натягивать, поднимать (ἱστία Hom. - in tmesi);
3 вытаскивать на берег (νῆας Her.);
4 med. выбираться (ἐκ νόσου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερύω: Ἰων. καὶ Δωρ. ἀνειρύω: μέλλ. -ύσω [ῠ]: - ἕλκω πρὸς τὰ ἄνω, ἀνασύρω, ἀνά θ’ ἱστία λεύκ’ ἐρύσαντες Ὀδ. Ι. 77., Μ. 402· ἀνειρύσαι τὰς νέας, ἀνελκύσαι, Ἡρόδ. 9. 96· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 586· ἀνειρύσσασα δὲ πέπλως Θεόκρ. 14. 35: - Μέσ., ἐκ νούσου ἀνειρύσω Ἀνθ. Π. 6. 300. - Ἴδε ἐν λ. αὐερύω.

Greek Monolingual

ἀνερύω (Α)
τραβώ, σύρω προς τα επάνω, ανασύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ερύω «σέρνω, τραβώ»].

Greek Monotonic

ἀνερύω: Ιων. και Δωρ. ἀν-ειρύω· μέλ. -ύσω [ῠ], ανασύρω, τραβώ προς τα πάνω τα πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· σύρω πλοία προς τη στεριά, σε Ηρόδ. — Μέσ., απαλλάσσω, παραδίδω, σε Ανθ.

Middle Liddell

to draw up, haul up sails, Od.: to haul ships up on land, Hdt.: —Mid. to deliver, Anth.