ἀντεραστής

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεραστής Medium diacritics: ἀντεραστής Low diacritics: αντεραστής Capitals: ΑΝΤΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: anterastḗs Transliteration B: anterastēs Transliteration C: anterastis Beta Code: a)nterasth/s

English (LSJ)

ἀντεραστοῦ, ὁ, rival in love, τινός Ar.Eq.733; generally, rival, Pl.R. 521b, Arist.Rh.1388a14:—fem. ἀντεράστρια, Glossaria.

Spanish (DGE)

-οῦ
• Alolema(s): fem. ἀντεράστρια Gloss.2.14
rival en el amor τουτουί Ar.Eq.733, τῶν τότε μεγίστων γάμων por las bodas más ilustres de entonces X.Cyn.1.7, πρὸς τοὺς ἀνταγωνιστὰς καὶ ἀντεραστάς ... φιλοτιμοῦνται Arist.Rh.1388a14, ὑ[π'] ἀντεραστῶν μειρακίων en el amor de una hetera, Men.Sam.26, παγκρατιάζειν πρὸς τοὺς ἀντεραστάς Plu.2.753b, «εἴπερ οἱ Ἀντερασταὶ Πλάτωνός εἰσι» φησὶ Θράσυλλος D.L.9.37, cf. Pl.Amat.132c, 133b, D.C.79.16.6, Aristaenet.1.23.14, Gloss.2.140
rival en gener. οἵ γε ἀντερασταὶ (τοῦ ἄρχειν) μαχοῦνται Pl.R.521b.

German (Pape)

[Seite 247] ὁ, Nebenbuhler, Ar. Equ. 733; Xen. Cyn. 1, 7; Plat. Rep. VII. 521 b u. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
rival en amour.
Étymologie: ἀντεράω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντερᾰστής: οῦ ὁ соперник в любви Arph., Xen., Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεραστής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, τινὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 733: ἀντίπαλος, Πλάτ. Πολ. 521Β, Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 6: - θηλ. ἀντεράστρια, παλλακίς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (θηλυκό αντεράστρια, η) (Α ἀντεραστής)
ερωτικός αντίζηλος.

Greek Monotonic

ἀντεραστής: -οῦ, ὁ, ανταγωνιστής, αντίπαλος στον έρωτα, τινος, με κάποιον άλλο· αντίζηλος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

a rival in love, τινός for another, Ar.: a rival, Plat.