ἀντιπερισπασμός

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπερισπασμός Medium diacritics: ἀντιπερισπασμός Low diacritics: αντιπερισπασμός Capitals: ΑΝΤΙΠΕΡΙΣΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: antiperispasmós Transliteration B: antiperispasmos Transliteration C: antiperispasmos Beta Code: a)ntiperispasmo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἀντιπερίσπασμα (diversion), DS. 14.49.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
distracción como término milit. νομίζων ἀντιπερισπασμόν τινα ποιήσειν D.S.14.49.

German (Pape)

[Seite 258] ὁ, dasselbe, ποιεῖν, den Feind zur Teilung seiner Streitkräfte nöthigen, Diod. Sic. 14, 49.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπερισπασμός: ὁ Diod. = ἀντιπερίσπασμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπερισπασμός: ὁ, τὸ ἀντιπερισπᾶν τὰς δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ, Διόδ. 14. 49.

Greek Monolingual

ο (Α ἀντιπερισπασμός)
(ως στρ. όρ.)
1. απόσπαση της προσοχής του αντιπάλου προς άλλη κατεύθυνση
2. πολεμική ενέργεια που αποβλέπει σ' αυτό τον σκοπό
νεοελλ.
μτφ. ενοχλητική απασχόληση, έγνοια, δυσκολία, εμπόδιο.