ἀξιοστράτηγος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
[ρᾰ], ον, worthy of being general or worthy of a great commander, X.An.3.1.24 (Comp.), D.C.36.24 codd. (Sup.):—ἀξιο-στρᾰτηγικός is found as v.l. in Arr.An.4.11.9 and D.C.41.55, and ἀξιο-στρᾰτήγητος Id.45.42.
Spanish (DGE)
-ον
digno de ser general φάνητε ... τῶν στρατηγῶν ἀξιοστρατηγότεροι mostraos más dignos de ser generales que los generales X.An.3.1.24.
German (Pape)
[Seite 270] wert, Feldherr zu sein, Xen. An. 3, 1, 24; Arr. 4, 11, 6; Dio C. S. die vor.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne du commandement.
Étymologie: ἄξιος, στρατηγός.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιοστράτηγος: достойный быть полководцем Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοστράτηγος: -ον, ἄξιος νὰ εἶναι στρατηγός, φάνητε τῶν λοχαγῶν ἄριστοι καὶ τῶν στρατηγῶν ἀξιοστρατηγότεροι Ξεν. Ἀν. 3. 1, 24: ― οἱ τύποι ἀξιοστρατηγικὸς καὶ ἀξιοστρατήγητος, εὑρίσκονται ἐν χειρογρ. τοῦ Ἀρρ. καὶ Δίωνος Κ., ὁ Βέκκ. καὶ ὁ Δινδ. προτιμῶσι τὸν τελευταῖον.
Greek Monolingual
ἀξιοστράτηγος, -ον (Α)
ο άξιος να είναι στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + -στρατηγός < στρατηγός.
Greek Monotonic
ἀξιοστράτηγος: -ον, άξιος να είναι στρατηγός, σε Ξεν.