ἀσέληνος

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσέληνος Medium diacritics: ἀσέληνος Low diacritics: ασέληνος Capitals: ΑΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: asélēnos Transliteration B: aselēnos Transliteration C: aselinos Beta Code: a)se/lhnos

English (LSJ)

ἀσέληνον, moonless, νύξ Th.3.22, cf. Plb.7.16.3, App.BC5.114.

Spanish (DGE)

-ον
sin luna νύξ Th.3.22, Aen.Tact.18.13, Plb.7.16.3, D.S.11.61, App.BC 5.114, D.C.40.25.4, Polyaen.6.27.1, Iambl.Fr.12, Anacreont.33.12, Tz.Comm.Ar.1.120.3, τόποι Nic.Fr.Hist.6.

German (Pape)

[Seite 369] νύξ, mondlos, finster, Anacr. 31, 12: Thuc. 3, 22; Pol. 7, 16, 3; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans lune.
Étymologie: , σελήνη.

Russian (Dvoretsky)

ἀσέληνος: безлунный (νύξ Anacr., Thuc., Polyb., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσέληνος: -ον, ὁ ἄνευ σελήνης, νὺξ Θουκ. 3. 22, πρβλ. Πολύβ. 7. 16, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσέληνος, -ον)
αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης, ο σκοτεινός («νὺξ ἀσέληνος»
«ζοφώδης καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας»).

Greek Monotonic

ἀσέληνος: -ον (σελήνη), αυτός που δεν έχει φεγγάρι, ασέληνος, νύξ, σε Θουκ.

Middle Liddell

σελήνη
moonless, νύξ Thuc.

Lexicon Thucydideum

illunis, moonless, 3.22.1.