ἀχράς
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἀχράδος, ἡ, a kind of wild pear, Pyrus amygdaliformis, TeleclId.32, Ar.Ec.355, Dsc.1.116; used for the tree as well as the fruit, cf. Arist.HA627b17 with 595a29, Thphr. HP 1.4.1 with CP2.8.2; cf. ἄχερδος.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
• Alolema(s): ἀχλάς Sch.Theoc.1.134a, Et.Paru.α 46
1 peral silvestre, Pyrus amygdaliformis Vill. φυτεύειν δὲ συμφέρει περὶ τὰ σμήνη ἀχράδας conviene plantar perales alrededor de las colmenas Arist.HA 627b17, cf. Thphr.HP 1.4.1, IG 9(1).87.48 (Hiámpolis II a.C.), IG 14.352.2.41 (Halesa I a.C.), AP 4.1.30 (Mel.), Colum.7.9.6, Alciphr.2.27.2.
2 pera silvestre φιλῶ πλακοῦντα θερμόν, ἀχράδας οὐ φιλῶ Telecl.32, cf. Hp.Vict.2.55, Ar.Ec.355, Arist.HA 595a29, Thphr.CP 2.8.2, Nic.Th.512, Dsc.1.116, Artem.1.73, Ael.VH 3.39, Ep.13, Longus 2.3.4, 3.32.1, Sch.Theoc.l.c., Et.Paru.l.c.; cf. ἄχερδος.
German (Pape)
[Seite 419] άδος, ἡ, eine Art wilder Birnbäume und die Frucht derselben, Ar. Eccl. 355; Theophr.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
espèce de poire sauvage (Pyrus amygdaliformis), fruit.
Étymologie: DELG pê emprunté ; cf. ἄχερδος
Par. ἄχερδος, ἄπιον.
Russian (Dvoretsky)
ἀχράς: άδος ἡ дикая груша (дерево и плод, предполож. Pirus salicifolia) Arph., Arst., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχράς: -άδος, ἡ, εἶδος ἀγρίου ἀπιδίου, ἀχλάδι, pyrus pyraster, Τηλεκλείδης ἐν «Στερροῖς» 2, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 355· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ δένδρου ὡς καὶ ἐπὶ τοῦ καρποῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 6, 4., 9. 40, 58, πρβλ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 4, 1, Αἰτ. Φυτ. 2. 8, 2· πρβλ. ἄχερδος.
Greek Monolingual
η (Α ἀχράς, Μ ἀχλάς)
νεοελλ.
το δέντρο των τροπικών χωρών Αχράς η σαπότα
αρχ.-μσν.
η άγρια αχλαδιά και ο καρπός της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., με επίθημα -αδ-, που απαντά συχνά σε ονόματα δένρων και φυτών (πρβλ. οινάς «αμπέλι», ερινάς «αγριοσυκιά» κ.ά.). Εξάλλου δεν αποκλείεται μία σχέση με το άχερδος. Από τη λ. αχράς προέκυψε και το νεοελλ. αχλάδα].
Frisk Etymological English
-άδος
Grammatical information: f.
Meaning: wild pear and its fruit, Pyrus amygdaliformis (Com., Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Cf. οἰνάς, ἐρινάς etc. (Chantr. Form. 356f.); further unclear. One connects ἄχερδος (q.v.). Possibly a loanword acc. to Frisk and Chantr. Prob. Pre-Gr. ἀ-χερδ-: ἀ-χραδ-, with metathesis and α/ε (cf. Fur. 392 στεργίς/στρεγγίς).
Frisk Etymology German
ἀχράς: -άδος
{akhrás}
Grammar: f.
Meaning: wilder Birnbaum und seine Frucht, Pyrus amygdaliformis (Kom., Arist. usw.).
Derivative: Davon ἀχράδινος (Dsk.) und der parodierende Demos-name Ἀχραδούσιος (Ar. Ec. 362).
Etymology: Bildung wie οἰνάς, ἐρινάς und andere Baum- und Pflanzennamen (Chantraine Formation 356f.), aber sonst dunkel. Ob das ausgesprochen suffixale δ in ἀχράδ- mit dem δ in dem synonymen, aber ganz anders gebildeten ἄχερδος (s. d.) zusammenhängt, ist zweifelhaft. Vielleicht umgebildetes Fremdwort.
Page 1,203